Η μοναδική και έντονα ξινή γεύση του καρπού του (του λεμονιού) το έχει καταστήσει απαραίτητο συστατικό στη μαγειρική από την αρχαιότητα. Το λεμόνι μπορεί να φαγωθεί ωμό. Έχει όμως χρησιμοποιηθεί σαν χυμός, σαν συντηρητικό, σαν αρωματικό (ο χυμός και η φλούδα του), σαν μέρος παρασκευής άλλων φαγητών, σαν γλυκό, στην παρασκευή φαρμάκων, απορρυπαντικών και διαλυτικών αλλά και σαν αντιβακτηριδιακό!
Στην Ευρώπη έγινε γνωστό κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. με σποραδικές καλλιέργειες και περιορισμένη χρήση. Αργότερα κατά τον 7ο αιώνα εισήχθη στην Περσία και στη συνέχεια στο Ιράκ και την Αίγυπτο.
Στην Ευρώπη η εντατική καλλιέργεια του λεμονιού ξεκίνησε μετά τον 11ο αιώνα και συγκεκριμένα στην Ισπανία, όταν το έφεραν οι Άραβες. Περίπου την ίδια εποχή εισήχθη στην Βόρεια Αφρική. Οι Σταυροφόροι γνώρισαν τη λεμονιά στην Παλαιστίνη και αυτοί την έφεραν και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Όπως πολλά άλλα φρούτα και λαχανικά, τα λεμόνια μεταφέρθηκαν στην Αμερική από τον Χριστόφορο Κολόμβο (Christopher Columbus) στο δεύτερο ταξίδι του στο νέο κόσμο το 1493. Καλλιεργήθηκε στην Φλόριντα από το 16ο αιώνα.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα ο χυμός λεμονιού προστέθηκε στη δίαιτα των ναυτικών για να μην προσβάλλονται από σκορβούτο.
Τόπος προέλευσης του ονόματος ‘λεμονι’ (lemon) ίσως είναι η Μέση Ανατολή.
Πρωτοεμφανίζεται σ’ ένα αγγλικό τελωνειακό έγγραφο του 1420–1421. Προέρχεται από την γαλλική limon, και αυτή με τη σειρά της από την ιταλική limone, αυτή από την αραβική laymūn ή līmūn, και αυτή από την Περσική līmūn.
Οι σημαντικότεροι παραγωγοί λεμονιών είναι σήμερα η Ινδία, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιταλία, η Ισπανία, το Ιράν, η Κίνα, η Ελλάδα, το Ισραήλ και η Τουρκία.
© 2010-2024 Viologika.gr
Ηλεκτρονικός οδηγός βιολογικών προϊόντων
Όροι χρήσης | Άδεια χρήσης υλικού